- βλάβη
- Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης (συμβατική ευθύνη) απέναντι στον παθόντα είτε από μια συμπεριφορά που παραβιάζει τον νομικό κανόνα ακόμα και όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερος συμβατικός δεσμός μεταξύ εκείνου που προξένησε τη β. και του προσώπου σε βάρος του οποίου έγινε η β. (εξωσυμβατική ευθύνη). Η β. μπορεί να είναι περιουσιακή ή μη περιουσιακή· στα παλαιότερα δίκαια η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης είχε αναγνωριστεί μόνο στις περιπτώσεις περιουσιακής β. Το σύγχρονο δίκαιο και ιδιαίτερα ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπουν την επανόρθωση κάθε ζημίας, ιδιαίτερα όπου υπάρχει αδικοπραξία. Ειδικότερα, προβλέπεται καταβολή αποζημίωσης στην περίπτωση θανάτωσης προσώπου (νοσηλεία, έξοδα κηδείας, διατροφή κλπ.), β. του σώματος ή της υγείας. Η αποζημίωση περιλαμβάνει όχι μόνο τη ζημία που προκλήθηκε άμεσα αλλά και το διαφυγόν κέρδος, για παράδειγμα στην περίπτωση β. του σώματος ή της υγείας περιλαμβάνεται και ό,τι ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επίπλέον, εξαιτίας αυξήσεως των δαπανών του. Στην περίπτωση της θανάτωσης ή της σωματικής β., δικαίωμα αποζημίωσης έχουν και τα τρίτα πρόσωπα, τα οποία εξαιτίας της μεσολάβησης της αδικοπραξίας, πρόκειται να στερηθούν στο μέλλον τις υπηρεσίες που τους προσέφερε εκείνος που έπαθε. Επιπλέον, ανεξάρτητα από την οφειλόμενη αποζημίωση, η αδικοπραξία μπορεί να συνεπάγεται, κατά την κρίση κάθε φορά του δικαστηρίου, και την υποχρέωση καταβολής «ικανοποιήσεως λόγω ηθικής β.» σε εκείνον που έπαθε ζημιά (ή στην οικογένειά του σε περίπτωση θανάτου), ιδίως στις περιπτώσεις προσβολής της υγείας, της τιμής, της ελευθερίας ή της αγνείας.
Η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης βαρύνει κατ’ αρχήν εκείνον που προκάλεσε τη ζημία, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που προκάλεσε τη ζημία (έλλειψη συνείδησης, ανήλικοι κάτω των 10 ετών, ανήλικοι από 10 έως 14 ετών ή κωφάλαλοι που ενεργούν χωρίς διάκριση), αλλά επιφυλάσσεται στο δικαστήριο η ευχέρεια να επιδικάσει αποζημίωση και στις περιπτώσεις αυτές εκτιμώντας την κατάσταση των μερών. Προβλέπονται εξάλλου περιπτώσεις κατά τις οποίες αναγνωρίζεται η ευθύνη προσώπου, το οποίο δεν προξένησε το ίδιο τη ζημία. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του κυρίου ή του λεγόμενου προστήσαντος, οι οποίοι ευθύνονται για τις πράξεις του υπηρέτη ή εκείνου που ενεργεί ως βοηθός για την εκπλήρωση της παροχής, όπως επίσης και οι περιπτώσεις του προσώπου που ασκεί την εποπτεία ανηλίκου ή απαγορευμένου (εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε κανονικά την εποπτεία), του κατόχου ζώου ή του κυρίου ακινήτου που προξένησαν ζημία σε τρίτους ή σε πράγματα τρίτων. Ανάλογη είναι η περίπτωση της λεγόμενης ευθύνης από αυτοκινήτων. Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο Αστικός Κώδικας μνημονεύει ρητώς την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης στις περιπτώσεις προσβολής των χρηστών ηθών, των δυσφημιστικών για την υπόληψη ενός προσώπου διαδόσεων, της προσβολής της τιμής μιας γυναίκας όχι μόνο με τη διάπραξη αξιόποινης πράξης, αλλά και με άλλα μέσα ή ενέργειες.
Για την απόδειξη της β. παρέχονται όλα τα αποδεικτικά μέσα της πολιτικής δικονομίας, ενώ εξάλλου ο Αστικός Κώδικας δίνει κατευθυντήριες γραμμές για την αντικειμενική εκτίμηση της β. Οι σχετικές απαιτήσεις παραγράφονται μετά πέντε χρόνια από τότε που εκείνος που ζημιώθηκε έμαθε τη ζημία και το πρόσωπο που είναι υποχρεωμένο να την επανορθώσει, αλλιώς, μετά παρέλευση μιας εικοσαετίας.
* * *η (AM βλάβη)ζημιά, φθορά, μεταβολή προς το χειρότερομσν.- νεοελλ.1. πάθημα, ζημιά2. αρρώστιανεοελλ.καταστροφήαρχ.φρ.1. «ἡ πᾱσα βλάβη» — αυτός που μόνο κακό προξενεί2. «βλάβη θεοῡ» — θεϊκή τιμωρία3. «βλάβης δίκη» — για αποζημίωση εξαιτίας ζημιών που προκαλούνται στην περιουσία κάποιου από κάποιον συμπολίτη του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Επειδή το θ. βλαπ- του ρ. βλάπτω* θεωρείται αρχαιότερο των ονοματικών τύπων, το βλαβ- τού βλάβη πιθ. < βλαπ-, με αφομοίωση (πρβλ. αρχ. ινδ. mŕc, marka- «βλάβη, καταστροφή», αβεστ. m∂hrk-). Η λ. βλάβη δηλώνει γενικά τη «ζημιά», ενώ στην Ιωνική-Αττική απαντά και με δικανική σημασία (πρβλ. «βλάβης δίκη»).ΠΑΡ. βλαβερόςαρχ.βλαβόεις.ΣΥΝΘ. αβλαβής, επιβλαβής, φρενοβλαβής, ψυχοβλαβήςαρχ.αυτοβλαβής, βραχυβλαβής, θεοβλαβής, ιχνοβλαβής, μεγαλοβλαβής, οινοβλαβής, παμβλαβής, πολυβλαβής, προσβλαβής, σθενοβλαβής αρχ.-μσν. βλαβοποιός].
Dictionary of Greek. 2013.